- χασμάτων
- χάσμαyawning chasmneut gen plχασμά̱των , χασμάωpres imperat act 3rd plχασμά̱των , χασμάωpres imperat act 3rd dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενολισθαίνω — ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω] (για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.) αρχ. πέφτω… … Dictionary of Greek
επίπλαση — η (Α ἐπίπλασις) 1. ιατρ. τοποθέτηση επιπλάσματος, εμπλάστρου 2. το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ. με πλαστική ύλη, το στοκάρισμα αρχ. μτφ. σύνθεση φανταστικής, πλαστής διηγήσεως («δι’ ἐπιπλάσεως τῶν διηγημάτων κατασιγάζουσιν αἱ … Dictionary of Greek
επίπλασμα — το (Α ἐπίπλασμα) [επιπλάσσω] έμπλαστρο νεοελλ. συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek